- καθιπποκρατώ
- καθιπποκρατῶ, -έω (Α)κατανικώ, καταβάλλω με το ιππικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἱππο-κρατῶ (< ἵππος + -κρατῶ < -κρατής < κράτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθιππομαχώ — καθιππομαχῶ, έω (Α) καθιπποκρατώ*, νικώ σε μάχη με έφιππη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱππο μαχῶ (< ἱππο μάχος] … Dictionary of Greek